- στρεπτάριον
- στρεπτ-άριον, τό, aA twist of lint (cf.
στρεπτός 11.3
), Paul.Aeg.6.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτός 11.3
), Paul.Aeg.6.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρεπτάριον — twist neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτάριον — τὸ, Α [στρεπτός] συνεστραμμένος μοτός, ξαντό … Dictionary of Greek